- παλαίστρα
- Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο, του οποίου η περίμετρος ήταν 2 στάδια (384 μ.), και εγκαταστάσεις για το πλύσιμο, τη φύλαξη των οργάνων και τα αποδυτήρια. Στη Ρώμη οι παλαίστρες, που ήταν μεγαλύτερες και με περισσότερα όργανα, αποτελούσαν τμήματα των λουτρών (θερμών).
Το κτίριο της π. υπέστη πολλές μεταβολές ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προοριζόταν· στην αρχαία Αθήνα, για παράδειγμα, η π. έγινε εκπαιδευτικό κέντρο και συνδεόταν με το γυμνάσιο.
Στην Ολυμπία έχουμε λείψανα π. από τον 7o αι. π.Χ. (απλός τετραγωνικός περίβολος στρωμένος με άμμο) μέχρι περίπου το 200 π.Χ. (μια αυλή περιβαλλόμενη από στοές, με μια στοά για τους περιπατητές και μια άλλη με εξέδρα που επικοινωνούσε με το γυμνάσιο).
Στον ρωμαϊκό κόσμο η π. επέζησε και μετά την εξαφάνιση του ελληνικού γυμνασίου και συνδέθηκε με τα λουτρά. Στην Πομπηία με την εξέταση π. διαδοχικών εποχών, είναι δυνατό να αντιληφθούμε την εξέλιξη της ρωμαϊκής παλαίστρας.
* * *η (Α παλαίστρα)υπαίθριος χώρος ειδικά διαμορφωμένος και περιστοιχιζόμενος από αποδυτήρια, αίθουσες αναμονής, λουτρά κ.ά. κτίσματα, στον οποίο ασκούνταν και αγωνίζονταν οι παλαιστές και οι παγκρατιαστές («πέμπουσιν εἰς διδασκάλων μαθησομένους καὶ γράμματα καὶ μουσικὴν καὶ τὰ ἐν παλαίστρᾳ», Ξεν.)νεοελλ.1. χώρος στον οποίο διεξάγεται το αγώνισμα τής πάλης2. μτφ. πεδίο πνευματικού ή πολιτικού ανταγωνισμούαρχ.1. γυμναστήριο2. ο τόπος όπου ο Κερκύων έσφαζε τα θύματά του3. μτφ. σχολή («ἐκ τῆς Ἀλεξάνδρου παλαίστρας», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαίω (πρβλ. αόρ. ἐ-πά-λαισ-α) + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].
Dictionary of Greek. 2013.